- ζυγούρι
- το-ιού, αρνί δύο χρονών: Έσφαξε ένα ζυγούρι στο γάμο της κόρης του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζυγούρι — το αρνί περσινό, δίχρονο, στο δεύτερο έτος τής ηλικίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το μσν. ζυγούριν, παράγ. τού ζυγός* με υποκοριστική κατάλ. ούριν*] … Dictionary of Greek
ζυγουρήσιος — ια, ιο [ζυγούρι] αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε περσινό αρνί, σε ζυγούρι («ζυγουρήσιο κρέας») … Dictionary of Greek
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
ζυγούρα — η θηλ. τού ζυγούρι* … Dictionary of Greek